- έμπηλος
- ἔμπηλος, -ον (Α)πηλώδης, λασπώδης.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἔμπηλος — muddy masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἔμπηλον — ἔμπηλος muddy masc/fem acc sg ἔμπηλος muddy neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἔμπηλα — ἔμπηλος muddy neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)